γερδέλι — το κάδος, κουβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. όρος < τουρκ. gerdel «κάδος»] … Dictionary of Greek
γκερδέλι — και γερδέλι και γιορδέλι, το 1. μικρός κάδος για την άντληση νερού 2. ξύλινο δοχείο για το άρμεγμα τών κοπαδιάρικων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αραβ.) gerdel] … Dictionary of Greek